- ἐρυσίχαιος
- ἐρυσί-χαιος, ον, expl. as, =A carrying a shepherd's staff, Alcm.24.4 ; but prob. = inhabitant of Ἐρυσίχη in Acarnania, cf. Hdn.Gr. ap. Bgk.adlcc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυσίχαιος — ἐρυσίχαιος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά ποιμενική ράβδο, ο βοσκός 2. κάτοικος τής πόλης Ερυσίχης στην Ακαρνανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι < ερύω (II) (πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.) + χαίος «ποιμενική ράβδος», με τη σημ. 1 … Dictionary of Greek
ἐρυσίχαιος — carrying a shepherd s staff masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσίχαιον — ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff masc/fem acc sg ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσιχαίους — ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)